Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

Πήγα στη Φινλανδία για Erasmus και Παραλίγο να Πεθάνω




H ατυχής ιστορία μίας Ελληνίδας φοιτήτριας, σε ένα κέντρο υγείας στο Ροβανιέμι.

Κείμενο: Μαντώ Γαβριήλ

Όλα ξεκίνησαν έναν χρόνο νωρίτερα, όταν αποφάσισα ως φοιτήτρια στο τρίτο έτος του Τμήματος Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών να συμμετάσχω στο πρόγραμμα ανταλλαγής φοιτητών Erasmus. Πρώτη μου επιλογή ήταν η Φινλανδία και συγκεκριμένα μια πόλη στο βόρειο τμήμα της χώρας, το Ροβανιέμι. Λίγο το χιόνι, λίγο το Βόρειο Σέλας, λίγο ο ήλιος του μεσονυκτίου, ήταν μία πρόκληση. Δεν μπορούσα όμως να φανταστώ τι θα συνέβαινε, ότι θα έφτανα τόσο κοντά στον θάνατο. Όχι από ένα ατύχημα σε κάποιο extreme άθλημα ή μία επικίνδυνη πτώση στον πάγο, όπως ενδεχομένως να φανταζόταν κανείς. Όχι, κάτι τέτοιο δεν συνέβη στη δική μου περίπτωση. Εγώ, παραλίγο να πεθάνω από ωτίτιδα.

Οι λάθος διαγνώσεις, τα λάθος φάρμακα, τα πολλά παυσίπονα, οι αμέτρητες ώρες αναμονής σε νοσοκομεία και κέντρα υγείας, σε συνδυασμό με την αδιαφορία του νοσηλευτικού προσωπικού, είναι μια συνταγή που μπορεί να κάνει ένα τυπικό περιστατικό να σε στείλει αδιάβαστο στη μακρινή Φινλανδία.

Την Κυριακή 24 Απριλίου, ξεκίνησα να αισθάνομαι έναν ενοχλητικό πόνο στο αυτί, ο οποίος συνοδευόταν από δέκατα. Την επόμενη μέρα πήγα στο κέντρο υγείας της πόλης όπου, λόγω της περίεργης δομής του φινλανδικού συστήματος υγείας, τα περισσότερα περιστατικά εξετάζονται από νοσοκόμες. Εκείνη η οποία με ανέλαβε, αφού έριξε μια ματιά στο αυτί μου και μου πήρε τη θερμοκρασία, με ενημέρωσε ότι είχα μια ελαφριά μορφή ωτίτιδας. Όχι κάτι σοβαρό. Μάλιστα, μου έγραψε μια άδεια δύο ημερών από το πανεπιστήμιο, μετά το πέρας των οποίων θα μπορούσα να κυκλοφορώ κανονικά. Μου έγραψε αντιβιοτικά και παυσίπονα, ενώ μου τόνισε ότι εάν δεν είχα γίνει τελείως καλά μέχρι το τέλος της εβδομάδας, να περάσω εκ νέου. Ξεκίνησα αμέσως τη θεραπεία η οποία πήγαινε ομολογουμένως καλά στην αρχή. Η κατάστασή μου βελτιωνόταν και ο πόνος υποχωρούσε, χωρίς ωστόσο να εξαφανίζεται.

Η πραγματικότητα όπως είναι, μέσα από το Newsletter του VICE Greece

Στο τέλος της εβδομάδας χρειάστηκε να κάνω ένα μικρό ταξίδι. Το βράδυ της επιστροφής, κάτι δεν πήγαινε καλά. Ο πόνος είχε επιστρέψει - μάλιστα, κάπως διαφορετικός. Έντονος, προκαλώντας μούδιασμα στο αυτί. Προσπάθησα να ξεκουραστώ και την επόμενη μέρα, Δευτέρα πλέον, πήγα στο νοσοκομείο του Ροβανιέμι. Όταν έφτασε η σειρά μου στα επείγοντα, συνειδητοποίησα ότι πάλι θα εξεταζόμουν από νοσοκόμα και όχι από κάποιο γιατρό. Αυτήν τη φορά δεν θα με εξέταζε καν βέβαια: Βρισκόταν πίσω από έναν γκισέ και προσπαθούσε να καταλάβει από τα λεγόμενά σου τι έχεις. Όμως δεν κατάφερα να φτάσω σε αυτό το σημείο. Όταν της είπα ότι έχω την κάρτα υγείας μου σε ψηφιακή και όχι έντυπη μορφή, με ενημέρωσε ότι για να εξεταστώ, όφειλα να καταβάλω το ποσό των 120 ευρώ, ειδάλλως, έπρεπε να πάω στο κέντρο υγείας όπου είχαν δεχτεί την κάρτα μου σε ψηφιακή μορφή. Μου έδωσε ένα μικρό κουτάκι με νέα παυσίπονα για να αντέξω τον πόνο, μέχρι να δω τι θα κάνω.

Με ενημέρωσαν ότι για να εξεταστώ, όφειλα να καταβάλω το ποσό των 120 ευρώ και μου είπαν να αντέξω τον πόνο

Το πρωί πήγα στο κέντρο υγείας. Στη σειρά αναμονής είχα τον αριθμό 42 και μέσα βρισκόταν το τέσσερα. Δεν ήξερα πού θα έφτανε η κατάσταση οπότε, δεδομένου ότι είχα χρόνο, πήγα στο πανεπιστήμιο που βρισκόταν σχετικά κοντά, για να εκτυπώσω την κάρτα υγείας σε περίπτωση που χρειαζόταν. Επέστρεψα στο κέντρο υγείας και περίμενα. Η ώρα περνούσε και ένιωθα χειρότερα, ενώ το ενδεχόμενο να με εξέταζε και πάλι νοσοκόμα με άγχωνε. Έγινα λίγο πιο αποφασιστική, πήγα στα γραφεία και ζήτησα να δω κάποιον γιατρό. Τους εξήγησα την κατάσταση και μου είπαν ότι δεν υπήρχε γιατρός εκείνη τη στιγμή, παρά μόνο εάν έκλεινα ραντεβού. Έκλεισα ένα λοιπόν για το επόμενο πρωί. Μου έδωσαν επιπλέον παυσίπονα, ενώ με προέτρεψαν, στην περίπτωση που δεν αντέχω τον πόνο, να πάω στο νοσοκομείο. Ο πόνος όντως δυνάμωνε και τα παυσίπονα είχαν αρχίσει να μην με πιάνουν. Έφυγα και πήγα για δεύτερη φορά στο νοσοκομείο - το οποίο, σημειωτέον, βρισκόταν σε απόσταση πέντε χιλιομέτρων από το κέντρο υγείας, μια απόσταση που στην αρχή τουλάχιστον της ασθένειας, διένυα με ποδήλατο.

Μου απάντησε με προκλητικό ύφος ότι τρεις ώρες δεν είναι τίποτα: ο συνηθισμένος χρόνος αναμονής κυμαινόταν από πέντε έως οκτώ

Φτάνω στο νοσοκομείο και πάω ξανά στη νοσοκόμα του γκισέ για να της πω τι συμβαίνει. Της εξηγώ δηλαδή ότι έχω ραντεβού το επόμενο πρωί στο κέντρο υγείας, αλλά η κατάσταση έχει σχετικά επιβαρυνθεί για να περιμένω. Η απάντηση; «Να πάτε στο αυριανό ραντεβού σας στο κέντρο υγείας». Της ζητάω το αυτονόητο, να με εξετάσει ένας γιατρός. Μου απαντάει, «Δεν υπάρχουν γιατροί στο νοσοκομείο». Άρχισα να χάνω την ψυχραιμία μου. «Δεν γίνεται στο μοναδικό νοσοκομείο της πόλης να μην υπάρχουν γιατροί», λέω και παίρνω πάλι την ίδια απάντηση: «Πηγαίνετε το πρωί στο ραντεβού σας στο κέντρο υγείας».

Ήμουν κουρασμένη, άυπνη και πονούσα, ήμουν όμως και τόσο θυμωμένη που δεν άντεχα να το αφήσω έτσι. Βρήκα ένα γραφείο γεμάτο γιατρούς και νοσοκόμους και έβαλα τις φωνές. Δεν θυμάμαι τι ακριβώς έλεγα, ούτε και αν έβγαζαν νόημα τα λόγια μου. Σε μία στιγμή, ανάμεσα στα αναφιλητά και τις φωνές, άρχισα να ζαλίζομαι, έχασα τις αισθήσεις μου. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, με είχαν καθίσει σε μια καρέκλα και μου είχαν φέρει ένα ποτήρι νερό. Εξήγησα τι συμβαίνει. Μια νοσοκόμα με πήγε και πάλι στον χώρο αναμονής της εκνευριστικής νοσοκόμας του γκισέ και της είπε κάτι δείχνοντάς με. Κατόπιν, ήρθε προς το μέρος μου και μου είπε ότι θα με εξετάσει γιατρός, απλώς θα έπρεπε να περιμένω. Πήρα και άλλο παυσίπονο και περίμενα.
Πέρασαν τρεις ώρες και ακόμη περίμενα. Ρώτησα τη νοσοκόμα στο γκισέ τι συνέβαινε και πόσο ακόμη θα πρέπει να περιμένει κανείς στα επείγοντα για να εξετασθεί. Μου απάντησε με προκλητικό ύφος ότι τρεις ώρες δεν είναι τίποτα: ο συνηθισμένος χρόνος αναμονής κυμαινόταν από πέντε έως οκτώ. Ήμουν εξαντλημένη, δε μπορούσα να αντέξω περαιτέρω αναμονή, είχα ανάγκη να ξαπλώσω. Ζήτησα να ακυρώσουν το ραντεβού μου και πήγα σπίτι. 


Από εκεί, προσπάθησα να επικοινωνήσω με το κέντρο υγείας του πανεπιστημίου. Κανείς δε σήκωνε τα τηλέφωνα και από την ιστοσελίδα του παρέπεμπαν σε μια διαδικτυακή πλατφόρμα για επείγοντα, στην οποία συμπλήρωνες τα στοιχεία μαζί με το πρόβλημα σου και υποτίθεται θα σε καλούσαν. Ποτέ δεν έλαβα κλίση. Από την Αθήνα η οικογένειά μου καλούσε συνεχώς το πανεπιστήμιο και το νοσοκομείο. Η ανταπόκριση του γραφείου δημοσίων σχέσεων περιορίστηκε σε ένα συμπονετικό mail.

Την Τρίτη 3 Μαΐου, ξυπνάω με ρίγη και θερμοκρασία σώματος 38,9. Ο πόνος εξαπλώνεται σε ολόκληρη την πλευρά γύρω από το αυτί και το στόμα. Δε μπορούσα να μετακινηθώ σε καμία περίπτωση με ποδήλατο, αλλά ούτε και μόνη μου. Πήρα ταξί με μια φίλη και πήγα στο κέντρο υγείας, ακολουθώντας την ίδια διαδικασία. Μια άλλη νοσοκόμα με την ίδια συνοπτική εξέταση με ενημερώνει ότι έχω πάλι την ίδια μόλυνση, αλλά σε ισχυρότερη μορφή. «Θα περάσει σίγουρα σε δύο μέρες», μου είπε, αλλά αν δεν περάσει, να πάω και πάλι. Να τα νέα παυσίπονα και να τα νέα, ισχυρότερα πλέον, αντιβιοτικά και να τα νέα χάπια για το στομάχι. Ζήτησα και πάλι να με εξετάσει γιατρός, αλλά μου είπαν ότι δε χρειαζόταν για το συγκεκριμένο περιστατικό. Είναι μερικές φορές που σε αντιμετωπίζουν όλοι σαν τρελό και στο τέλος αρχίζεις να αμφιβάλεις και εσύ για τον εαυτό σου.

- Αν χειροτερέψω;
- Αν χειροτερέψεις, να μας ειδοποιήσεις.
- Ωραία, αν χάσω και πάλι τις αισθήσεις μου θα σας ενημερώσω.
- Ωραία.

Το πρωί η κατάστασή μου άρχισε να γίνεται επικίνδυνη. Με τον πυρετό να φτάνει το 39,3, τη μισή πλευρά του κεφαλιού να έχει μουδιάσει από τον πόνο, το στομάχι μου να έχει πρηστεί, αφού δεν μπορούσα να μασήσω και ταυτόχρονα δεν είχα σταματήσει τα παυσίπονα, ο μόνος τρόπος να πάω στο νοσοκομείο ήταν με ασθενοφόρο. Όταν όμως πήρα τηλέφωνο στο νοσοκομείο για να στείλουν ασθενοφόρο και άκουσαν τα συμπτώματα, μου είπαν ότι δεν υπήρχε και ότι έπρεπε να πάω με τα πόδια. Το νοσοκομείο απείχε ευτυχώς μόλις 200 μέτρα από το σπίτι που έμενα. Έφτασα στα επείγοντα σε κωματώδη κατάσταση, για να περιμένω πάλι. Μετά από λίγη ώρα, ρωτάω μία νοσοκόμα πόσο ακόμη πρέπει να περιμένω στην κατάστασή μου, μου απαντάει, «και άλλο». Τη ρωτάω, «Και αν χειροτερέψω;», «Αν χειροτερέψεις να μας ειδοποιήσεις», απαντάει. Της λέω, «Ωραία, αν χάσω και πάλι τις αισθήσεις μου, θα σας ενημερώσω», «Ωραία», μου απαντάει. 

Πάω πάλι σε εκείνο το δωμάτιο όπου μαζεύονταν οι νοσοκόμες και προσπαθώ για ακόμη μια φορά να εξηγήσω ότι πρόκειται για κάτι σοβαρό, για το οποίο κανείς δεν κάνει τίποτα. Μια νοσοκόμα μού λέει να ηρεμήσω και ότι θα με εξετάσει εκείνη. Χωρίς να με εξετάσει, βουτάει τα φάρμακα από τα χέρια μου και μου λέει ότι πρέπει να αυξήσω τα παυσίπονα. Ευτυχώς, την εγκληματική αυτή συζήτηση διέκοψε μία άλλη νοσοκόμα - αξίζει εδώ να αναφέρω ότι η μητέρα μου είχε πάρει τον διευθυντή του νοσοκομείου και τους αρμόδιους γιατρούς άπειρα τηλέφωνα, οπότε αναγκάστηκαν να στείλουν μια νοσοκόμα, η οποία με ρώτησε αν είμαι η κοπέλα από την Ελλάδα, για να με εξετάσει.

«Έχεις ένα ανθεκτικό βακτήριο που δεν ανταποκρίνεται σε καμιά από τις προηγούμενες θεραπείες και το οποίο δεν ξέρω τι ακριβώς είναι»

Εν τέλει, θα με εξέταζε διεξοδικά νοσοκόμα και μετά γιατρός. Μόλις αρχίζει να με εξετάζει και να παίρνει υγρό από το στόμα, τον λαιμό και το αυτί και λίγο αίμα για να γίνει η καλλιέργεια του βακτηρίου, αρχίζει να ανησυχεί. Μου λέει ότι οι θεραπείες που ακολουθούσα τόσο καιρό ήταν λάθος και ότι ήταν αναγκαίο να με εξετάσει και ο γιατρός. Μετά τη νοσοκόμα, με ανέλαβε ένας γιατρός, παθολόγος μάλιστα. Μετά την εξέταση, η οποία κράτησε ανησυχητικά πολύ, μου λέει ότι δεν έχει δει ξανά κάτι τέτοιο. «Έχεις ένα ανθεκτικό βακτήριο που δεν ανταποκρίνεται σε καμιά από τις προηγούμενες θεραπείες και το οποίο δεν ξέρω τι ακριβώς είναι. Έχει μολύνει τον λαιμό και το εξωτερικό κόκαλο του αυτιού, είναι σοβαρό». Έπρεπε να κάνω εξετάσεις αίματος και να αρχίσω μια γενική ενέσιμη αντιβακτηριακή θεραπεία εκείνη τη στιγμή. Ακόμη, έπρεπε να με δει γιατρός που ειδικεύεται στα αυτιά, το συντομότερο δυνατόν. Εκτός των άλλων, με προέτρεψε να μείνω στο νοσοκομείο μέχρι το πρωί, όπου θα είχα ραντεβού στις 7:30 με τον ωτορινολαρυγγολόγο. Δεν ήθελα να μείνω και πήγα σπίτι, είχα ήδη αρχίσει την παυσίπονη ενέσιμη θεραπεία όποτε, τουλάχιστον για την ώρα, ο πόνος υποχώρησε.

«Δεν υπάρχει γιατρός στον όροφο, είναι σε διακοπές»

Στις 7:30 το επόμενο πρωί, βρισκόμουν ήδη στο νοσοκομείο για το ραντεβού με τον γιατρό που ειδικευόταν σε περιπτώσεις σαν τη δική μου. Όταν ήρθε η σειρά μου, η νοσοκόμα με πήγε έξω από το ιατρείο του, που βρισκόταν στον πάνω όροφο.Μου είπε να περιμένω τον γιατρό ο οποίος θα με φώναζε σε λίγο με το όνομά μου. Περίμενα αρκετή ώρα, αλλά κανείς δεν ερχόταν. Κάποια στιγμή περνάει μια νοσοκόμα και ρωτάει τι κάνω εκεί. Της εξηγώ ότι έχω ραντεβού με τον γιατρό και μου λέει, «Δεν υπάρχει γιατρός στον όροφο, είναι σε διακοπές». Με κατεβάζει πάλι κάτω και με βάζουν πάλι στην αναμονή, για να με εξετάσει χειρουργός πλέον, καθώς δεν υπήρχε ΩΡΛ στο νοσοκομείο. Εκείνος, μην μπορώντας να σχηματίσει άποψη, πήρε τηλέφωνο στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Όουλου όπου είχαν αρμόδιο γιατρό, για μια δεύτερη γνώμη. Μετά από λίγη ώρα με καλεί στο γραφείο του. Μου λέει ότι είναι σοβαρό, ότι εξαπλώνεται δημιουργώντας κίνδυνο σηψαιμίας, ότι μπορεί να χρειαστώ εγχείριση και ότι πρέπει να μεταφερθώ επειγόντως στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο του Όουλου για εξετάσεις και ενδεχομένως νοσηλεία.

Άρχισα να ουρλιάζω "βοήθεια" και να χτυπώ τον τοίχο δίπλα μου. Για πρώτη φορά ένιωσα ότι αν δεν έκανα κάτι, θα με άφηναν να πεθάνω.

Με ταξί μετακινούμε από το νοσοκομείο στο Όουλου, περίπου τρεισήμιση ώρες απόσταση από το Ροβανιέμι. Φτάνω στην αίθουσα αναμονής και, αφού παίρνουν τα στοιχεία μου, περιμένω ότι στα επόμενα λεπτά θα με μπω για εξέταση. Περνάει μια ώρα, τίποτα. Ρωτάω την υπεύθυνη τι συμβαίνει και μου λέει ότι είμαι η επόμενη. Μετά από άλλα σαράντα λεπτά αναμονής και χωρίς κανέναν ασθενή να περιμένει στην αίθουσα, καταλαβαίνω ότι μάλλον δεν είμαι η επόμενη. Η τόση αδιαφορία με φοβίζει. Προσποιούμαι ότι λιποθυμώ - ήταν ο μόνος τρόπος να με πάρουν από αυτήν την αίθουσα. Με βάζουν σε ένα κρεβάτι και με αφήνουν στον διάδρομο να περιμένω. Πάλι όμως δεν ερχόταν κανείς. 

Άρχισα να ουρλιάζω "βοήθεια" και να χτυπώ τον τοίχο δίπλα μου. Για πρώτη φορά ένιωσα ότι αν δεν έκανα κάτι, θα με άφηναν να πεθάνω. Όταν ο κόσμος βγήκε στους διαδρόμους, με εξέτασε για πρώτη φορά ο αρμόδιος γιατρός. Στη συνέχεια, μου είπε να γυρίσω στο Ροβανιέμι: Είχα όντως ένα ανθεκτικό βακτήριο και χρειαζόμουν νοσηλεία, όχι όμως απαραίτητα στο Όουλου. Μου χορήγησε ενέσιμα ένα νέο αντιβιοτικό. Εκείνη τη στιγμή, δέχτηκα ένα τηλεφώνημα από την ελληνική πρεσβεία στη Φινλανδία. Μέσα σε όλους, οι δικοί μου απεύθυναν έκκληση βοήθειας στην ελληνική πρεσβεία, σε μία προσπάθεια να προσεγγιστεί το ζήτημα σοβαρότερα. Μέλος της με ενημέρωσε ότι δεν είχε ιατρικές γνώσεις, συνεπώς δεν μπορούσε να με βοηθήσει, μου είπε ακόμη ότι κατά καιρούς είχε χρειαστεί και εκείνος να περιμένει λίγο παραπάνω σε νοσοκομεία. Λίγο αργότερα, μου έστειλε και ένα μήνυμα για περαστικά. Γύρισα και πάλι με ταξί στο νοσοκομείο, όπου έκανα αμέσως εισαγωγή.

Στην τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια, ούρλιαξα από τον πόνο. Οι φωνές μου ακούγονταν στους διαδρόμους. Παράτησε τη βελόνα και έφυγε.

Από εκείνο το σημείο και έπειτα, τα πράγματα άρχισαν να βελτιώνονται. Ακολούθησα μια θεραπεία ενός συνδυασμού ενέσιμων αντιβιοτικών, μέχρι να βρεθεί από την καλλιέργεια ότι το βακτήριο ήταν η ψευδομονάδα, οπότε και προσαρμόστηκε η θεραπεία μου. Το μόνο ατυχές συμβάν στη διάρκεια της νοσηλείας μου, ήταν το γεγονός ότι το προσωπικό δυσκολευόταν να τοποθετήσει την πεταλούδα, με τη δικαιολογία ότι είχα λεπτές φλέβες που έσπαγαν. Με τρυπούσαν συνέχεια και μου άλλαζαν τουλάχιστον δύο φορές την ημέρα τη θέση της, με αποτέλεσμα τα χέρια μου να έχουν μελανιάσει. Ένα βράδυ, σταμάτησε να περνάει το φάρμακο από τον ορό και κάλεσα μια νοσοκόμα. Μου είπε ότι έπρεπε να αλλάξει τη θέση της πεταλούδας. Τα χέρια μου ήταν παντού τρυπημένα, οπότε μου έβαλε ένα ζεστό μαξιλάρι και ξεκίνησε να χτυπά ελαφρά την επιφάνεια του χεριού μου, για να βγουν στην επιφάνεια οι φλέβες. Μόλις με τρύπησε βόγκηξα, η πεταλούδα εξακολουθούσε να μην λειτουργεί και επανέλαβε την ίδια διαδικασία άλλες δύο φορές. Στην τελευταία αποτυχημένη προσπάθεια, ούρλιαξα από τον πόνο. Οι φωνές μου ακούγονταν στους διαδρόμους. Παράτησε τη βελόνα και έφυγε. Ήρθε μια άλλη νοσοκόμα, μεγαλύτερης ηλικίας για να προσπαθήσει, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Τότε ήρθε ένα νέο παλικάρι, κοίταξε τα χέρια μου και έψαχνε για τουλάχιστον τέσσερα λεπτά, μέχρι να σιγουρευτεί. Πονούσα και φοβόμουν, τον παρακαλούσα να τα καταφέρει, ενώ έκλαιγα. Γύρισα το κεφάλι μου από την άλλη πλευρά και έκλεισα τα μάτια. Περίμενα. Όταν με τρύπησε, παρόλο που ο πόνος ήταν εξίσου δυνατός με τους προηγούμενους, δεν έβγαλα άχνα. Νομίζω είχα εξαντλήσει τον εαυτό μου, πονούσα, αλλά δεν μπορούσα να αντιδράσω. Ο ίδιος πάλι μάλλον νόμιζε ότι δε με πόνεσε, εξ ου και η σιωπή. Χαμογέλασε και έφυγε.

Πέραν αυτού, σημασία είχε ότι γινόμουν καλά. Τη Δευτέρα που θα έπαιρνα εξιτήριο εμφανίστηκε για πρώτη φορά η ΩΡΛ. Όταν με εξέτασε διαπίστωσε ότι η ακοή μου, παρά τη βελτίωση της κατάστασής μου, δεν είχε επανέλθει πλήρως. Μου είπε να πάω οπωσδήποτε τις επόμενες μέρες σε ειδικό κέντρο για έλεγχο. Δεν ήταν σίγουρο ότι ήταν παροδικό. Όσο για τη μόλυνση, δεν είχε φύγει τελείως και θα έπρεπε να συνεχίσω τη θεραπεία, την οποία έκανε από ενέσιμη, σε χάπια. Ρώτησα τη γιατρό αν μπορώ να πετάξω για Αθήνα και μου είπε ότι θέλει να με δει ξανά μετά από δύο μέρες και ότι θα ήταν καλό να μείνω για λίγο, μέχρι να βελτιωθεί η κατάστασή μου. Όταν πήγα ξανά, είχα ήδη αλλάξει τα εισιτήριά μου, θα πέταγα τη μεθεπόμενη. Μου είπε ότι βελτιωνόμουν, αλλά ότι έπρεπε να συνεχίσω τη θεραπεία.

Μόλις έφτασα Αθήνα έκλεισα ραντεβού με τον γιατρό μου. Έκανα ακουογράφημα και τυμπανογράφημα για να ελεγχθεί η ακοή μου, η οποία τελικά επέστρεψε στο φυσιολογικό. Μετά την εξέταση, με ενημέρωσε ότι η μόλυνση δεν είχε φύγει ακόμη και ότι θα έπρεπε να συνεχίσω τη θεραπεία και να μείνω αυστηρά στο σπίτι, καθώς ακόμη και ένα απλό κρυολόγημα θα μπορούσε να αποδειχθεί θανατηφόρο, λόγω της αδυναμίας του ανοσοποιητικού μου συστήματος από τα κοκτέιλ των ισχυρών αντιβιοτικών. Μετά από δύο εβδομάδες, θα πήγαινα για αξονική και γενικό έλεγχο, αλλά στις 18 Μαΐου τελείωσα επισήμως τη θεραπεία μου. Παραλίγο να πεθάνω από το αυτί μου στη Φινλανδία. Περίεργος τρόπος να πεθάνει κανείς.

4 σχόλια:

  1. Αυτό για όσους θαυμάζουν το σύστημα υγείας των Βορείων Χωρών, στην Ελλάδα ούτε λαθροματανάστης δεν έχει τέτοια αντιμετώπιση.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Γι' αυτό χρεωκόπησε η Ελλάδα. Που ακούστηκε ακουογράφημα, τυμπανογράφημα και αξονική δηλαδή ένας σκασμός λεφτά πεταμένα για μια ασθενή με τόσο χαμηλό προσδόκιμο επιβίωσης. Διότι όπως και η ίδια λέει όλα αυτά έγιναν λίγο πριν πεθάνει...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. ΠΡΕΠΕΙ ΟΛΟΙ ΝΑ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΜΕ ΟΤΙ ΣΤΟΧΟΣ ΕΙΝΑΙ ΝΑ ΦΥΓΟΥΝ ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΞΙΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΙΑΤΡΟΙ ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΤΟΥΣ ΩΣΤΕ ΝΑ ΠΑΕΙ ΤΟ ΕΠΙΠΕΔΟ ΥΓΕΙΑΣ ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΟ ΔΙΚΟ ΤΟΥΣ....ΑΥΤΟ ΑΣ ΤΟ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΚΑΙ ΟΙ ΜΠΟΥΡΤΖΟΒΛΑΧΟΙ ΠΟΥ ΤΡΕΧΟΥΝ ΣΤΑ ΕΠΕΙΓΟΝΤΑ ΓΙΑ ΨΥΛΛΟΥ ΠΗΔΗΜΑ ΚΑΙ ΖΗΤΑΝΕ ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΜΕΝΕΣ ΥΠΗΡΕΣΙΕΣ ΠΑΝΤΟΥ ΚΙ ΑΝ ΔΕΝ ΤΙΣ ΒΡΟΥΝ ΔΕΡΝΟΥΝ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟ....ΑΣ ΚΑΤΑΛΑΒΟΥΝ ΟΤΙ ΤΕΛΙΚΑ ΘΑ ΤΟΥΣ ΜΕΙΝΕΙ ΣΚΕΤΟ ΤΟ ΠΗΔΗΜΑ...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Αυτα να τα δουν οι διαφοροι παρατρεχαμενοι και τα παπαγαλακια της εξουσιας που εξυμνουν τα διαφορα συστηματα υγειας χωρις να τα εχουν ομως ποτε χρειαστει. Για να μην σας πω ποση ωρα χρειαζεσαι για να βρεις ορθοπαιδικο στην Ολλανδια με το χερι σπασμενο ( οκτω ωρες) σε δημοσιο νοσοκομειο. Και εκει που σου μπαινει ναρθηκας και λες σωθηκα, φευγεις και μετα απο 2μηνες εχεις τον λογαριασμο στο σπιτι σε τιμες που νομιζεις οτι ο γυψος ηταν μαλλον αγορασμενος σε κοσμηματοπωλειο και δια χειρος καποιου μετρ υψηλης ραπτικης. Α ρε Πολακης που σας χρειαζετε ολους.

    ΑπάντησηΔιαγραφή